- λοχαγία
- λοχαγία, ἡ (Α) [λοχαγός]το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση τού λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοχαγίαι — λοχᾱγίαι , λοχαγία rank fem nom/voc pl λοχᾱγίᾱͅ , λοχαγία rank fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχαγίας — λοχᾱγίᾱς , λοχαγία rank fem acc pl λοχᾱγίᾱς , λοχαγία rank fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχαγίαν — λοχᾱγίᾱν , λοχαγία rank fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)